- χαλκόπυλος
- χαλκόπῠλος1 with gates of bronze ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας (ἐπεὶ διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων ῥεῖ Σ.) Pae. 6.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλκόπυλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.) 2. (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί πυλος, μακρό πυλος] … Dictionary of Greek
χαλκόπυλον — χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem acc sg χαλκόπυλος with gates of brass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπύλῳ — χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκοπύλωι — χαλκοπύλῳ , χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)